ἀνακεκλασμένοι

ἀνακεκλασμένοι
ἀνά-κλάω
cry
perf part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανακλώ — ( άω) (Α ἀνακλῶ) νεοελλ. ρίχνω προς τα πίσω, μεταστρέφω την κατεύθυνση, αντανακλώ (κυρ. για φωτεινές ακτίνες ή ηχητικά κύματα) αρχ. Ι. ενεργ. 1. λυγίζω προς τα πίσω, κάμπτω 2. σύρω προς τα επάνω και αναστρέφω 3. (για μπάλα) αναπηδώ ΙΙ. (παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”